Ο 14χρονος Νίκος βγάζει την ψυχή του και συγκινεί παίζοντας μπουζούκι | Junior Music Stars
Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.
My War (Official Music Video) "Freestyle" - Recorder Beatbox - Medhat Mamdouh
Beatboxing αποκαλείται η τέχνη της παραγωγής φωνητικών ήχων σε μίμηση μουσικών οργάνων, κατά κύριο λόγο κρουστών.
Ο όρος και η τεχνική του beatboxing προήλθαν από την χιπ χοπ κουλτούρα, αλλά δεν περιορίζονται πλέον μόνο σε εκείνη. Το άτομο που παράγει αυτούς τους ήχους χρησιμοποιεί το στόμα, τα χείλια, τη γλώσσα, τη φωνή του, την επιφάνεια του στήθους και άλλα μέρη του σώματος για να παράγει ήχους που μοιάζουν με τον ήχο των ντραμς, εγχόρδων, άλλων μουσικών οργάνων, ακόμη και των σκρατς σε δίσκους βινυλίου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πρωτοπόροι του είδους, όπως ο Νταγκ Φρες και ο Μπιζ Μάρκι, μιμούνταν τα drum machines (beatboxes), από όπου και προέκυψε το όνομα του είδους. Μετά από μια σχετική ύφεση στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, αυτό το είδος επανήλθε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αποδίδοντας τις επιρροές του, μεταξύ άλλων, και στον Μάικλ Γουίνσλοου από την κινηματογραφική ταινία Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή.
Το HumanBeatbox ορίζεται ως «η τέχνη της παραγωγής drum beats, ρυθμού και μουσικών ήχων με το στόμα, τα χείλη κάποιου, τη γλώσσα, τη φωνή, τη ρινική κοιλότητα και το λαιμό."
H Ντοβ Ολίβια Κάμερον (αγγ.: Dove Olivia Cameron, πραγματικό όνομα: Chloe Celeste Hosterman, γεννημένη στις 15 Ιανουαρίου1996) είναι Αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια. Είναι ευρύτερα γνωστή για τον διπλό ρόλο της, ως Liv και Maddie στην ομώνυμη νεανική σειρά του Disney Channel. Αυτή επίσης έπαιξε στις ταινίες Cloud 9 ως Kayla Morgan και Descendants ως Mal, όπου ερμήνευσε και το soundtrack της συγκεκριμένης ταινίας!
Γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1996 στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον ως Chloe Celeste Hosterman (Κλόι Σελέστε Χόστερμαν). Είναι κόρη του Philip Alan Hosterman (Φίλιπ Άλαν Χόστερμαν) και της Bonnie Wallace (Μπόνι Γουόλες). Έχει επίσης μια μεγαλύτερη αδερφή, την Claire Hosterman (Κλερ Χόστερμαν). Οι γονείς της, χώρισαν λίγο μετά την γέννηση της και η Κάμερον μεγάλωσε στο Bainbridge Island της Ουάσινγκτον. Φοίτησε στο σχολείο Sakai Intermediate School ενώ σε ηλικία μόλις 8 ετών, ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής μέσα απο το θέατρο της κοινότητας, δηλαδή το Bainbridge Performing Arts. Σε ηλικία 14 ετών, μετακόμισε με την οικογένεια της, στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, όπου συνέχισε να φοιτά σε καλλιτεχνικό σχολείο.
Η Κάμερον έχει γαλλική καταγωγή και ομιλεί άπταιστααγγλικά & γαλλικά. Έχει δηλώσει οτι ως μαθήτρια ήταν θύμα εκφοβισμού απο την Ε' Δημοτικού εώς το τέλος του Γυμνασίου (με τα ελληνικά δεδομένα). Παρ' όλο την πίεση και το bulling που δέχθηκε στο σχολείο, η Κάμερον παρέμεινε συγκεντρωμένη στα όνειρα και τους στόχους της, τους οποίους και κατάφερε, αφού είναι καλλιτέχνης (ηθοποιός & τραγουδίστρια). "Έμεινα πολύ πιστή στον στόχο μου να γίνω ηθοποιός & τραγουδίστρια. Είχα βυθιστεί στον εαυτό μου." είπε αργότερα σε συνέντευξη της. Ο πατέρας της, πέθανε το 2011, όταν εκείνη ήταν μόλις 15 χρονών.
Το πιάνο, (παλαιότερη ελληνική απόδοση: κλειδοκύμβαλο), είναι βαρύ σταθερό μουσικό όργανο, που εντάσσεται στην κατηγορία των χορδόφωνων η αλλιώς των πληκτροφόρων. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο μετά το εκκλησιαστικό όργανο. Ο μουσικός που χειρίζεται το πιάνο λέγεται πιανίστας, (παλαιότερα κλειδοκυμβαλιστής). Παίζεται με πλήκτρα, σε οριζόντια διάταξη, τα οποία όταν πατηθούν από τα δάκτυλα του πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους.Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πως χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Τα πιάνα διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: α) τα όρθια πιάνα, οι χορδές των οποίων φέρονται σε κάθετη διάταξη με το επίπεδο των πλήκτρων και β) τα λεγόμενα πιάνα με ουρά, οι χορδές των οποίων βρίσκονται σε οριζόντια διάταξη ως προς το έδαφος. Τα καλύτερα καθώς και αρκετά ακριβά σε τιμή είναι τα πιάνα με ουρά που είναι μεγάλα όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και σε ήχο. Τα όρθια πιάνα είναι ίσως πιο συνηθισμένα γιατί καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο αλλά και επειδή είναι λιγότερο ακριβά.
Άρχισε να τραγουδά ελληνικό τραγούδι στις αρχές της δεκαετίας του '70. Το 1972 καταγράφεται η πρώτη επαγγελματική του συμμετοχή σε δίσκο, την "Ελληνική Χώρα" (Land of Greece), όπου ερμήνευσε τα δύο γνωστά τραγούδια Ντιρλαντά και Ο Σταμούλης ο Λοχίας.[1] Την ίδια χρονιά εκδόθηκαν και οι δύο πρώτοι δικοί του δίσκοι βινυλίου 45 στροφών.[2]
Το 1973 μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πήγε στη Γερμανία, όπου στο Μόναχο συμμετείχε σε επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα, τραγουδώντας παράλληλα σε πολλά στέκια Ελλήνων φοιτητών και ομογενών. Η πρώτη του σημαντική γνωριμία έγινε το καλοκαίρι του 1974, συναντώντας, στο Παρίσι, το Μίκη Θεοδωράκη. Η συνεργασία τους όμως έμελλε να αρχίσει δύο χρόνια αργότερα.
Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε ουσιαστικά την επαγγελματική του πορεία στο τραγούδι. Τραγούδησε σε μπουάτ και ηχογράφησε ένα μικρό δίσκο 45 στροφών. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στην ηχογράφηση του δίσκου του Μάνου Λοΐζου «Τα τραγούδια του δρόμου».
Το 1975 ηχογράφησε «Τα αγροτικά» του Θωμά Μπακαλάκου. Την ίδια εποχή γνώρισε δύο συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε στενά στην πορεία του, τον Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου ήταν ιδανική για να εκφράσει το δυναμισμό και τη λυρικότητά τους.
Το 1976 συνεργάστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με το Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Της εξορίας», και το 1978 ο συνθέτης τον επέλεξε για την παγκόσμια περιοδεία του. Τραγούδησε σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. Στην Ελλάδα, συμμετείχε ενεργά σε εκδηλώσεις του νεολαιίστικου και του εργατικού κινήματος. Τραγούδησε σε απεργίες, συγκεντρώσεις και συναυλίες αλληλεγγύης κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Από εκείνη την εποχή, λίγο πριν το πέρασμα στη δεκαετία του "80, αρχίζει να εκδηλώνει τις επιρροές του από τη διεθνή ροκ μουσική σκηνή.